- ενσφράγισις
- (-εως) η запечатывание; опечатывание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐνσφραγίσεις — ἐνσφράγισις imprint fem nom/voc pl (attic epic) ἐνσφράγισις imprint fem nom/acc pl (attic) ἐνσφραγίζω stamp aor subj act 2nd sg (epic) ἐνσφραγίζω stamp fut ind act 2nd sg ἐνσφρᾱγίσεις , ἐνσφραγίζω stamp aor subj act 2nd sg (epic) ἐνσφρᾱγίσεις … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενσφράγιση — η (Α ἐνσφράγισις) [ενσφραγίζω] κλείσιμο σε ενσφράγιστο περικάλυμμα αρχ. εντύπωση, τοποθέτηση σφραγίδας … Dictionary of Greek